- τρέ
- Α(κατά τον Ησύχ.) (στους Κρήτες) «σέ».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε τFε αιτ. τής προσ. αντων. τού β' προσώπου σύ, και μαρτυρείται στην κρητική διάλ. (βλ. λ. εσύ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
три — укр. три, др. русск. трие м., три ж., ср. р., ст. слав. трие м., три ж., ср. р. τρεῖς (Остром., Супр.), болг. три, сербохорв. три̑, словен. trijȇ м., trȋ ж., ср. р., др. чеш. třiе м., tři ж., ср. р., чеш. tři, слвц. tri, польск. trzy, в. луж … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Doric Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
Dorien — Cet article concerne un ancien dialecte grec. Pour le peuple grec du même nom, voir Doriens. Distribution des dialectes du grec ancien durant la période cla … Wikipédia en Français
Форма (грамматическая) — ФОРМА (ГРАММАТИЧЕСКАЯ). Звуковое выражение отношения между понятиями, выраженными словами. Формы могут иметь как отдельные слова, обозначающие те понятия, отношение между которыми выражено формой, так и целые словосочетания (см.), заключающие… … Литературная энциклопедия
Форма (грамматическая) — ФОРМА (ГРАММАТИЧЕСКАЯ). Звуковое выражение отношения между понятиями, выраженными словами. Формы могут иметь как отдельные слова, обозначающие те понятия, отношение между которыми выражено формой, так и целые словосочетания (см.), заключающие … Словарь литературных терминов
τύμβος — Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν στην αρχαιότητα ο τάφος ενός ή πολλών ατόμων πάνω από τον οποίο συσσωρευόταν σωρός από χώμα. Συνήθως ήταν μεγαλοπρεπής τάφος ο οποίος έφερε το λεγόμενο σήμα, μια πέτρα δηλαδή ή πλάκα ή επιτύμβια στήλη. Η συνήθεια να … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ντέλα Πόρτα, Τζάκομο — (Jacomo Della Porta, Ρώμη ;1540 – 1602). Ιταλός αρχιτέκτονας. Ερμηνευτής του Μιχαήλ Αγγέλου, όπως όλοι οι μανιεριστές, ανέπτυξε όλη την καλλιτεχνική του δραστηριότητα στη Ρώμη. Τα έργα του κατέχουν εξέχουσα θέση στην εποχή της μετάβασης των… … Dictionary of Greek
Melanotropin — Melano|tropi̱n [zu ↑melano... u. gr. τρεπειν = drehen, wenden] s; s, e: Pigmenthormon, Hormon des Hypophysenzwischenlappens, das die Bildung von ↑Melanin anregt … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke
Trephon — Tre|pho̱n [zu gr. τρεϕειν = ernähren] s; s, e (meist Mehrz.): von den weißen Blutkörperchen gebildete Wachstumsstoffe für das Gewebe … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke